- ψυχοπλάνος
- -α, -οαυτός που παραπλανά την ψυχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχοπλάνος — α, ο, Ν αυτός που παραπλανά την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλάνος (< πλανώ) πρβλ. λαο πλάνος] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχοπλανής — ές, Α ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο πλανής] … Dictionary of Greek